παρειοθύλακος

παρειοθύλακος
ο
θύλακος στο εσωτερικό τών παρειών ορισμένων ζώων, λ.χ. πιθήκων, τρωκτικών, χειροπτέρων, για εναποθήκευση τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. παρειά + θύλακος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”